-
1 συμβόλαιον
II in Law, contract, covenant, bond, in acknowledgement of a loan (v.συμβάλλω 1.6
), συμβολαίου λαχεῖν (sc. δίκην ) obtain leave to bring an action for enforcing a contract, Lys.17.3;οὐ τὸ παράπαν σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι D.34.3
; συμβολαίου οὐκ ὄντος.. οὔτε ναυτικοῦ οὔτε ἐγγείου no bond with security either on bottomry or on land, Id.33.3, cf. SIG742.50 (Ephesus, i B.C.); ἀπώλλυτο καὶ τῷ πατρὶ τὸ ς. his loan would have been lost, D.49.2; ποιεῖσθαι τὸ ς. Arist.Rh.Al. 1431a17, etc.; of a receipt, BGU 1047 ii 3: mostly in pl., τὰ πρὸς ἀλλήλους ς. Pl.Plt. 295a;σ. ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλουσιν Id.R. 425c
;ἀνδρὶ.. συμμείξαντι σ. μετρίως Id.Lg. 958c
; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν ς. bonds for money lent on freights to and from Athens, D.32.1;τὰ σ. διαλύειν Arist. Pol. 127a10
, cf. IG12.16.7, 116.18, al.;τὰ σ. καὶ τὰ ἄλλα νομίσματα Phld.Rh.1.233
S.; δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μετέωρα ς. pending suits for enforcing contracts, Supp.Epigr.1.363.9, al. (Samos, iii B.C.), cf. SIG344.24 (Teos, iv B.C.); , cf. Arist.Pol. 1275b9; ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων the opposite party in such a suit, Is.5.33; συμβόλαια ἀποστερεῖν fail in payment of money lent on such bond, Isoc.12.243, D.32.7; πράξεις συμβολαίων exaction of such moneys, And.1.88; μικρῶν ἕνεκα ς. for paltry sums so lent, Lys.12.98: more generally, τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου ς., i.e. the engagements of life, common civil rights, D.18.210; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν ς. Arist.Pol. 1300b12; ἀναγραφὴ τῶν ς. Thphr.Fr.97.2;ἐὰν μή τις ἄγῃ πρὸς ἴδιον σ. ἐγκαλῶν τι αὐτῷ SIG494.8
(Delph., iii B.C.).2 generally, engagement, E. Ion 411; τὰ ἄλλα ς. other transactions (than wills), Is.4.12, cf. Isoc.20.16, Pl.Lg. 913a; of the relation between ward and guardian, ib. 922a; τὰ ἑκούσια ς. Id.R. 556b, Arist. EN 1164b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβόλαιον
-
2 πρᾶξις
A doing, transaction, business, [πλεῖν] κατὰ πρῆξιν
on a trading voyage,Od.
3.72;ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον h.Ap. 397
; π. δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.3.82;π. μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοινέο πᾶσιν Thgn. 73
; ἡ περί τινος π. the transaction respecting.., Th.6.88.2 result or issue of a business, esp. good result, success, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο no good comes of weeping, Il.24.524;οὔ τις π. ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.10.202
; λυμαίνεσθαί τινι τὴν π. to spoil one's market, X.An.1.3.16; π. φίλαν δίδοι grant a happy issue. Pi.O.1.85;π. οὐρίαν θέλων A.Ch. 814
(lyr.); ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν π. their issue, Id.Pers. 739;ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἵη π. X.Cyn.2.2
;δὸς πόρον καὶ π. τῷ τόπῳ τούτῳ PMag.Par.1.2366
.II doing, τῶν ἀγαθῶν (of persons)πρήξιες Thgn.1026
;ἡ τῶν ἀγαθῶν π. Pl.Chrm. 163e
;ἡ π. τῶν ἔργων Antipho 3.4.9
; achievement, Th.3.114; π. πολεμική, πολιητική, πολιτική, Pl.R. 399a, Sph. 266d, Men. 99b; action, opp. πάθος, Id.Lg. 876d; opp. ἕξις, Id.R. 434a; moral action, opp. ποίησις, τέχνη, Arist.EN 1140a2, 1097a16; opp. ποιότης, Id.Po. 1450a18, cf.EN 1178a35 (pl.);ἤθη καὶ πάθη καὶ π. Id.Po. 1447a28
; opp. οἱ πολιτικοὶ λόγοι, D.61.44;ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Id.6.3
; ἐν ταῖς πράξεσι ὄντα τε καὶ πραττόμενα exhibited in actual life, Pl.Phdr. 271d; action in drama, opp. λόγος, Arist.Po. 1454a18; μία π. ὅλη καὶ τελεία ib. 1459a19, cf. 1451b33 (pl.).3 euphem. for sexual intercourse, Pi. Fr. 127, Aeschin.1.158, etc.; in full,ἡ π. ἡ γεννητική Arist.HA 539b20
.4 magical operation, spell, PMag.Par.1.1227, al., PMag.Lond. 125.40.b military action, battle, Plb.3.19.11, etc.IV doing, faring well or ill, fortune, state, condition,ἀπέκλαιε.. τὴν ἑωυτοῦ π. Hdt.3.65
, cf. A.Pr. 695 (lyr.), S.Aj. 790, 792;εύτυχὴς π. Id.Tr. 294
;κακαὶ π. Id.Ant. 1305
.V practical ability,π. καὶ σύνεσις Plb.2.47.5
;ἡ ἐν τοῖς πολεμικοῖς π. Id.4.77.1
.2 practice, i.e. trickery, treachery,ἐπὶ τὴν πόλιν Id.2.9.2
; κατὰ τῆς πόλεως, ἐπὶ τοὺς Αἰτωλούς, Id.4.71.6, 5.96.4.VI exaction of money, recovery of debts, arrears, etc., IG12.57.13, al.;συμβολαίων πράξεις And.1.88
;τοῦ μισθοῦ Pl.Prt. 328b
; (pl.); παρὰ Ἀρτέμωνος.. ἔστω ἡ π. τοῖς δανείσασι let the lenders have an action of recovery against Artemon, Syngr. ap. D.35.12, cf. SIG364.61,67 (Ephesus, iii B.C.), Test.Epict.5.31;ἡ π. ἔστω καθάπερ ἐκ δίκης PEleph.1.12
(iv B.C.), etc.;αἱ π. τῶν καταδικασθέντων Arist.Pol. 1321b42
.
См. также в других словарях:
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek